ἀρθρίτιδες

ἀρθρίτιδες
ἀρθρί̱τιδες , ἀρθρῖτις
of
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λάσπες (ιαματικές) — Χώμα σε μορφή λάσπης, με θεραπευτικές ιδιότητες. Σχηματίζονται συνήθως από αργιλώδες έδαφος αναμεμειγμένο με ιαματικό νερό και, μερικές φορές, με οργανικές ουσίες. Οι λ. αυτές μπορεί να είναι φυσικές ή τεχνητές: τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες …   Dictionary of Greek

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

  • δισκοπάθεια — Πάθηση του μεσοσπονδύλιου δίσκου της σπονδυλικής στήλης του ανθρώπου. Οφείλεται σε αρθρίτιδες ή αρθροπάθειες των σπονδύλων ή ακόμα σε ειδική φλεγμονή (φυματιώδης σπονδυλίτιδα), οπότε διαπιστώνεται συχνά ολοκληρωτική καταστροφή ορισμένων δίσκων.… …   Dictionary of Greek

  • εκχόνδρωση — η 1. ιατρ. φλεγμονώδες εξόγκωμα τών χόνδρων τού σώματος που προέρχεται από ερεθισμό (σε χρόνιες αρθρίτιδες) 2. τεχνολ. η προκαταρκτική μηχανουργική εργασία, κν. ξεχόνδρισμα …   Dictionary of Greek

  • υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… …   Dictionary of Greek

  • Καμένα Βούρλα — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 2.742 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Τα Κ.Β. βρίσκονται στη βόρεια ακτή του νομού, 40 χλμ. ΝΑ της Λαμίας. Αποτελούν έδρα του ομώνυμου δήμου. Είναι λουτρόπολη με διεθνή φήμη. Διαθέτει τρεις… …   Dictionary of Greek

  • κλωνοποίηση — Η πρωταρχική σημασία του όρου υποδηλώνει την παραγωγή απογόνων πανομοιότυπης γενετικής σύστασης με εκείνη του γονέα, μέσω της διαδικασίας της αγενούς αναπαραγωγής, δηλαδή τον τρόπο αναπαραγωγής που απαιτεί την παρουσία ενός μόνο γονέα και γίνεται …   Dictionary of Greek

  • Κύθνος — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 676 κάτ.) της Κύθνου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, 7 χλμ. Β του λιμανιού του Μέριχα. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου του νομού Κυκλάδων. II Νησί (99 τ. χλμ., 1.608 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στις… …   Dictionary of Greek

  • οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”